- σιδηροσφαγίᾳ
- σιδηροσφαγίᾱͅ , σιδηροσφαγίαslaying with the swordfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροσφαγία — ἡ, Α σφαγή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία)] … Dictionary of Greek